αγναντεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βλέπω]], [[παρατηρώ]] [[κάτι]] από [[μακριά]] και [[συνήθως]] από [[ψηλά]], [[ατενίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[αγνάντια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγνάντεμα]]].
|mltxt=[[βλέπω]], [[παρατηρώ]] [[κάτι]] από [[μακριά]] και [[συνήθως]] από [[ψηλά]], [[ατενίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[αγνάντια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγνάντεμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

βλέπω, παρατηρώ κάτι από μακριά και συνήθως από ψηλά, ατενίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρ. αγνάντια.
ΠΑΡ. αγνάντεμα].