αγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγώγιμος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με [[αγωγή]])<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να μεταβιβάζει τη [[θερμότητα]] ή τον ηλεκτρισμό<br /><b>αρχ.</b><br />(για πρόσωπα)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέρχεται σε [[κατάσταση]] δουλείας<br /><b>2.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀγώγιμον</i><br />ερωτικό [[φίλτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγωγιμότητα]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγώγιμος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με [[αγωγή]])<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να μεταβιβάζει τη [[θερμότητα]] ή τον ηλεκτρισμό<br /><b>αρχ.</b><br />(για πρόσωπα)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέρχεται σε [[κατάσταση]] δουλείας<br /><b>2.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀγώγιμον</i><br />ερωτικό [[φίλτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγωγιμότητα]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγώγιμος, -ον)
αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή)
2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό
αρχ.
(για πρόσωπα)
1. αυτός που περιέρχεται σε κατάσταση δουλείας
2. εύκαμπτος, ευλύγιστος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγώγιμον
ερωτικό φίλτρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγωγός.
ΠΑΡ. αγωγιμότητα].