αεροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀεροειδής]], ές) (στην αρχαία, επική και ιωνική διάλεκτο [[ἠεροειδής]])<br />ο όμοιος με τον αέρα, αυτός που έχει τις ιδιότητες ή κάποια από τις ιδιότητες του αέρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει το [[χρώμα]] του αέρα ή του ουρανού, [[αερόχρωμος]], [[ουρανόχρωμος]]<br /><b>2.</b> (για [[χρώμα]]) [[θολός]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀὴρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>εἰδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]<br />ο τ. [[ἠεροειδής]] έχει ως α' συνθ. τον ιων. τ. της λ. <i>ἀήρ</i>, δηλ. <i>ἠήρ</i>, -[[έρος]]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀεροειδής]], ές) (στην αρχαία, επική και ιωνική διάλεκτο [[ἠεροειδής]])<br />ο όμοιος με τον αέρα, αυτός που έχει τις ιδιότητες ή κάποια από τις ιδιότητες του αέρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει το [[χρώμα]] του αέρα ή του ουρανού, [[αερόχρωμος]], [[ουρανόχρωμος]]<br /><b>2.</b> (για [[χρώμα]]) [[θολός]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀὴρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>εἰδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]<br />ο τ. [[ἠεροειδής]] έχει ως α' συνθ. τον ιων. τ. της λ. <i>ἀήρ</i>, δηλ. <i>ἠήρ</i>, -[[έρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:31, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές (Α ἀεροειδής, ές) (στην αρχαία, επική και ιωνική διάλεκτο ἠεροειδής)
ο όμοιος με τον αέρα, αυτός που έχει τις ιδιότητες ή κάποια από τις ιδιότητες του αέρα
αρχ.
1. εκείνος που έχει το χρώμα του αέρα ή του ουρανού, αερόχρωμος, ουρανόχρωμος
2. (για χρώμα) θολός, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + εἰδής < εἶδος
ο τ. ἠεροειδής έχει ως α' συνθ. τον ιων. τ. της λ. ἀήρ, δηλ. ἠήρ, -έρος].