αιμορροΐδα: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μοροΐδα, η (Α [[αἱμορροΐς]]) [[συνήθως]] τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία<br />στον πληθυντικό <i>αιμορροΐδες</i> (ενν. <i>φλέβες</i>)<br />φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και μοροΐδα, η (Α [[αἱμορροΐς]]) [[συνήθως]] τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία<br />στον πληθυντικό <i>αιμορροΐδες</i> (ενν. <i>φλέβες</i>)<br />φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἱμόρροος]] (= <i>αἱμόρρους</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>αἱμορροϊδικός</i>]. | ||
}} | }} |