αθλητής: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. -ήτρια)<br />αυτός που αγωνίζεται για το [[βραβείο]], αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα<br />(αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε [[κάτι]], [[έμπειρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που αγωνίζεται για την [[επικράτηση]] μιας ιδέας (λέγεται [[συνήθως]] για τους χριστιανούς μάρτυρες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀθλῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθλητικός]], [[αθλητισμός]]].
|mltxt=ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. -ήτρια)<br />αυτός που αγωνίζεται για το [[βραβείο]], αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα<br />(αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε [[κάτι]], [[έμπειρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που αγωνίζεται για την [[επικράτηση]] μιας ιδέας (λέγεται [[συνήθως]] για τους χριστιανούς μάρτυρες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀθλῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθλητικός]], [[αθλητισμός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. -ήτρια)
αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα
(αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος
μσν.- νεοελλ.
αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για τους χριστιανούς μάρτυρες).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀθλῶ.
ΠΑΡ. αθλητικός, αθλητισμός].