αιρεσιομάχος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἱρεσιομάχος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγωνίζεται για την [[επικράτηση]] μιας αιρέσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἵρεσις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αἱρεσιομαχῶ</i>].
|mltxt=[[αἱρεσιομάχος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγωνίζεται για την [[επικράτηση]] μιας αιρέσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἵρεσις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αἱρεσιομαχῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἱρεσιομάχος, -ον (Α)
αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας αιρέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἵρεσις + -μάχος < μάχομαι.
ΠΑΡ. αρχ. αἱρεσιομαχῶ].