ακοντοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(2)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκοντοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που δέχεται το [[ακόντιο]], ο χτυπημένος από [[ακόντιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκων]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]].
|mltxt=[[ἀκοντοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που δέχεται το [[ακόντιο]], ο χτυπημένος από [[ακόντιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκων]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek (Liddell-Scott)

ακοντοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἀκόντιον (ὅ ἐ. πληγεὶς δι’ ἀκοντίου), ἢ ὁ φυλαττόμενος (ἀποφεύγων) τὸ ἀκόντιον, Σιμων. 106.

Greek Monolingual

ἀκοντοδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται το ακόντιο, ο χτυπημένος από ακόντιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκων (Ι) + -δόκος < δέχομαι.