ακινητοποίηση: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η [[ακινητοποιώ]]<br /><i>το</i> να καθιστά [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] ακίνητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακινητοποιώ]]<br />η λ. ως όρος [[ιατρικός]], [[οικονομικός]] ή [[στρατιωτικός]] [[πιθανώς]] να [[είναι]] [[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>immobilization</i>].
|mltxt=η [[ακινητοποιώ]]<br /><i>το</i> να καθιστά [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] ακίνητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακινητοποιώ]]<br />η λ. ως όρος [[ιατρικός]], [[οικονομικός]] ή [[στρατιωτικός]] [[πιθανώς]] να [[είναι]] [[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>immobilization</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

η ακινητοποιώ
το να καθιστά κανείς κάποιον ή κάτι ακίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακινητοποιώ
η λ. ως όρος ιατρικός, οικονομικός ή στρατιωτικός πιθανώς να είναι απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immobilization].