ακτινοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α [[ἀκτινοβόλος]], -ον)<br />αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει [[γύρω]] του [[λάμψη]], [[φωτοβόλος]], [[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκτὶς</i> (-<i>ίνα</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκτινοβολία]].
|mltxt=-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α [[ἀκτινοβόλος]], -ον)<br />αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει [[γύρω]] του [[λάμψη]], [[φωτοβόλος]], [[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκτὶς</i> (-<i>ίνα</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκτινοβολία]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α ἀκτινοβόλος, -ον)
αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει γύρω του λάμψη, φωτοβόλος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκτὶς (-ίνα) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκτινοβολία.