ακτινοβόλος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α [[ἀκτινοβόλος]], -ον)<br />αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει [[γύρω]] του [[λάμψη]], [[φωτοβόλος]], [[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α [[ἀκτινοβόλος]], -ον)<br />αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει [[γύρω]] του [[λάμψη]], [[φωτοβόλος]], [[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκτὶς</i> (-<i>ίνα</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκτινοβολία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α ἀκτινοβόλος, -ον)
αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει γύρω του λάμψη, φωτοβόλος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκτὶς (-ίνα) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκτινοβολία.