αλλοτριόγνωμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλλοτριόγνωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει άλλα πράγματα στον νου του, [[αφηρημένος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀλλοτριόγνωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει άλλα πράγματα στον νου του, [[αφηρημένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλότριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀλλοτριόγνωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει άλλα πράγματα στον νου του, αφηρημένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλότριος + -γνωμος < γνώμη].