αλλοτριόγνωμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλλοτριόγνωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει άλλα πράγματα στον νου του, [[αφηρημένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλότριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]]].
|mltxt=[[ἀλλοτριόγνωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει άλλα πράγματα στον νου του, [[αφηρημένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλότριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλλοτριόγνωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει άλλα πράγματα στον νου του, αφηρημένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλότριος + -γνωμος < γνώμη].