ἀλλοτριόγνωμος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἀλλοτριόγνωμον, thinking of other things, absent, Cratin. 154.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene opiniones ajenas ἀλλοτριογνώμοις ἐπιλήσμοισι μνημονικοῖσι Cratin.154, ἀ.· ὁ τὰ ἀλλότρια ἐν γνώμῃ ἔχων καὶ μὴ τὰ ἑαυτοῦ Phot.p.78R.
German (Pape)
[Seite 106] B. A. 385 aus Cratin. (Hephaest. p. 14 u. Choerob. in Cr. An. 4, 414, aber B. A. 1176 ἀλλοτριογνώμοσι), anderes im Kopfe habend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοτριόγνωμος: -ον, ὁ περὶ ἄλλων διανοούμενος, ἀλλαχοῦ τὸν νοῦν ἔχων, ἀφῃρημένος, Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 3.
Greek Monolingual
ἀλλοτριόγνωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει άλλα πράγματα στον νου του, αφηρημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + -γνωμος < γνώμη].