αμπελουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀμπελουργός]])<br />[[καλλιεργητής]] αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπελουργία]], [[αμπελουργικός]], [[αμπελουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελουργεῖον]], [[ἀμπελούργημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμπελουργικώς</i>].
|mltxt=ο (Α [[ἀμπελουργός]])<br />[[καλλιεργητής]] αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπελουργία]], [[αμπελουργικός]], [[αμπελουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελουργεῖον]], [[ἀμπελούργημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμπελουργικώς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἀμπελουργός)
καλλιεργητής αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμπελος.
ΠΑΡ. αμπελουργία, αμπελουργικός, αμπελουργώ
αρχ.
ἀμπελουργεῖον, ἀμπελούργημα
νεοελλ.
αμπελουργικώς].