αμφήρης: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,<br /><b>2.</b> ασφαλισμένος, [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής [[πυρός]] με [[τάξη]] στοιβαγμένα [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,<br /><b>2.</b> ασφαλισμένος, [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής [[πυρός]] με [[τάξη]] στοιβαγμένα [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[συναρμολογώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφηρικὸς</i> (πρβλ. [[λογχήρης]], [[χαλκήρης]], [[ποδήρης]] <b>κ.ά.</b>)].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κουπιά]] και στις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> «ἀμφῆρες [[δόρυ]]», ελαφριά [[βάρκα]], με δύο [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐρέσσω]] «[[κωπηλατώ]]» (πρβλ. [[ταχυήρης]], [[τετρήρης]], [[τριήρης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,
2. ασφαλισμένος, ασφαλής
3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ».
ΠΑΡ. ἀμφηρικὸς (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης, ποδήρης κ.ά.)].
(II)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει κουπιά και στις δύο πλευρές
2. «ἀμφῆρες δόρυ», ελαφριά βάρκα, με δύο κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἐρέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυήρης, τετρήρης, τριήρης)].