αμφαρίστερος: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφαρίστερος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[αριστερός]] και στα δύο χέρια, δηλ. ο [[ολωσδιόλου]] [[αδέξιος]] και [[ανεπιτήδειος]], ο [[ανίκανος]]<br /><b>2.</b> ο μη [[αίσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριστερός]].
|mltxt=[[ἀμφαρίστερος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[αριστερός]] και στα δύο χέρια, δηλ. ο [[ολωσδιόλου]] [[αδέξιος]] και [[ανεπιτήδειος]], ο [[ανίκανος]]<br /><b>2.</b> ο μη [[αίσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριστερός]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφαρίστερος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που είναι αριστερός και στα δύο χέρια, δηλ. ο ολωσδιόλου αδέξιος και ανεπιτήδειος, ο ανίκανος
2. ο μη αίσιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφ(ι)- + ἀριστερός.