αμυγδαλωτός: Difference between revisions
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μυγδαλωτός]], -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αμυγδάλου<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει [[ψίχα]] αμυγδάλου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αμυγδαλωτό</i> [[είδος]] γλυκίσματος παρασκευασμένο από κοπανισμένα αμύγδαλα, [[αλεύρι]], [[ζάχαρη]], αβγά κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και [[μυγδαλωτός]], -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αμυγδάλου<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει [[ψίχα]] αμυγδάλου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αμυγδαλωτό</i> [[είδος]] γλυκίσματος παρασκευασμένο από κοπανισμένα αμύγδαλα, [[αλεύρι]], [[ζάχαρη]], αβγά κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμύγδαλο]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -[[ωτός]]]. | ||
}} | }} |