αμυχή: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀμυχή]])<br />επιπόλαιο [[τραύμα]] του δέρματος, [[σχίσιμο]], [[γρατσουνιά]], [[γρατσούνισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>Ιατρ.</b> [[εγχάραξη]], [[εντομή]]<br /><b>2.</b> [[τραύμα]], [[ίχνος]] από στραγγαλισμό<br /><b>3.</b> το ξέσχισμα τών ρούχων ως [[σημείο]] πένθους (πρβλ. [[ἄμυξις]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυχηδόν]], <i>ἀμυχής</i>, [[ἀμυχιαῖος]], [[ἀμυχώδης]].
|mltxt=η (Α [[ἀμυχή]])<br />επιπόλαιο [[τραύμα]] του δέρματος, [[σχίσιμο]], [[γρατσουνιά]], [[γρατσούνισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>Ιατρ.</b> [[εγχάραξη]], [[εντομή]]<br /><b>2.</b> [[τραύμα]], [[ίχνος]] από στραγγαλισμό<br /><b>3.</b> το ξέσχισμα τών ρούχων ως [[σημείο]] πένθους (πρβλ. [[ἄμυξις]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυχηδόν]], <i>ἀμυχής</i>, [[ἀμυχιαῖος]], [[ἀμυχώδης]].
}}
}}

Latest revision as of 23:36, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀμυχή)
επιπόλαιο τραύμα του δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα
αρχ.
1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή
2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό
3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν, ἀμυχής, ἀμυχιαῖος, ἀμυχώδης.