ἀμυχιαῖος
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
α, ον, scratched slightly: metaph., superficial, Pl.Ax.366a.
Spanish (DGE)
-α, -ον superficial τὰ ἥδοντα Pl.Ax.366a.
German (Pape)
[Seite 133] oberflächlich (eigentlich geritzt), ohne dauernde Folgen, Plat. Ax. 366 a.
Russian (Dvoretsky)
ἀμῠχιαῖος: досл. наносящий (лишь) царапины, перен. чуть задевающий, поверхностный (τὰ ἥδοντα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμῠχιαῖος: -α, -ον, (ἀμυχή) ὁ ὀλίγον ἐξεσμένος, ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας «τσουγγρανισμένος»: μεταφ. ἐπιπόλαιος, Πλάτ. Ἀξ. 366Α.
Greek Monolingual
ἀμυχιαῖος, -α, -ον (Α) ἀμυχή
ο λίγο ξυσμένος, ελαφρά γρατσουνισμένος, επιπόλαιος, επιφανειακός, ξέσκουρος.