αμαξοστοιχία: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ή [[συρμός]]) <b>τεχνολ.</b><br />το [[σύνολο]] τών βαγονιών που τραβά μια σιδηροδρομική [[μηχανή]] έλξεως, [[μαζί]] με την [[μηχανή]]. Υπάρχουν επιβατικές αμαξοστοιχίες, αμαξοστοιχίες εμπορευμάτων, μικτές (όταν μεταφέρουν επιβάτες κι εμπορεύματα), ταχείες και υπερταχείες (όταν κινούνται με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] και δεν σταματούν σε όλους τους σταθμούς) κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (ή [[συρμός]]) <b>τεχνολ.</b><br />το [[σύνολο]] τών βαγονιών που τραβά μια σιδηροδρομική [[μηχανή]] έλξεως, [[μαζί]] με την [[μηχανή]]. Υπάρχουν επιβατικές αμαξοστοιχίες, αμαξοστοιχίες εμπορευμάτων, μικτές (όταν μεταφέρουν επιβάτες κι εμπορεύματα), ταχείες και υπερταχείες (όταν κινούνται με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] και δεν σταματούν σε όλους τους σταθμούς) κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμαξα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στοιχία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>στοιχος</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[στείχω]] «[[βαδίζω]]», πρβλ. αγγλ. <i>train</i>. Ο [[ελληνικός]] όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη [[φορά]] από τον Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίο)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:38, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (ή συρμός) τεχνολ.
το σύνολο τών βαγονιών που τραβά μια σιδηροδρομική μηχανή έλξεως, μαζί με την μηχανή. Υπάρχουν επιβατικές αμαξοστοιχίες, αμαξοστοιχίες εμπορευμάτων, μικτές (όταν μεταφέρουν επιβάτες κι εμπορεύματα), ταχείες και υπερταχείες (όταν κινούνται με μεγάλη ταχύτητα και δεν σταματούν σε όλους τους σταθμούς) κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα + -στοιχία < -στοιχος < αρχ. στείχω «βαδίζω», πρβλ. αγγλ. train. Ο ελληνικός όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίο)].