εἰσοδεύω: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eisodeyo | |Transliteration C=eisodeyo | ||
|Beta Code=ei)sodeu/w | |Beta Code=ei)sodeu/w | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[εἴσειμι]], εἰ. καὶ ἐξοδεύειν <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>162.25</span> (ii A.D.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>6152.14</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 01:35, 30 December 2020
English (LSJ)
A = εἴσειμι, εἰ. καὶ ἐξοδεύειν PRyl.162.25 (ii A.D.), cf. Sammelb.6152.14.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσοδεύω: εἰσέρχομαι, Ἀνδρ. Κρήτης 1004Α, ἐν δὲ τῇ λειτουργικῇ, τελῶ τὴν εἴσοδον, εἰσοδεύει μετὰ τοῦ Πατριάρχου Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 192, 19, κ. ἀλλ. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. κη΄.
Spanish (DGE)
1 entrar, introducirseref. una ciudadela o un recinto sagrado οὐδὲ εἰσοδεύειν εἴων οὐδένα Aristeas 102, en un santuario διὰ τῆς χειρίστης βίας ἀτακτότερον εἰσοδεύοντες IFayoum 112.14 (I a.C.), cf. 2Apoc.23, en el cuerpo ἀργαλέον ἆσθμα τὸ ... μὴ κατὰ φύσιν εἰσοδεῦον Eust.1048.44, c. compl. de lugar εἰς ἃς (ἀρούρας) εἰσοδεύσει καὶ ἐξοδεύσει διὰ τῆς ἐκ λιβὸς ... θύρας PMich.788.13, cf. PRyl.162.25 (ambos II d.C.).
2 econ. ingresar, pagar οὐκ ὁλίον εἰσώδευσαν ICos ED 192.30 (I a.C.)
•en v. pas. τὸ εἰσοδευόμενον ἡ μῖν κέρδος PMasp.156.15, cf. 158.18 (ambos VI d.C.).
Greek Monolingual
(AM εἰσοδεύω)
εισπράττω ως εισόδημα, σοδιάζω
μσν.- νεοελλ.
(για λειτουργό) τελώ την είσοδο
αρχ.
εισέρχομαι.