μέσσορος: Difference between revisions
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=messoros | |Transliteration C=messoros | ||
|Beta Code=me/ssoros | |Beta Code=me/ssoros | ||
|Definition=ὁ, for [[Μέσορος]], <span class="sense"> | |Definition=ὁ, for [[Μέσορος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[boundary-stone]], Tab.Heracl.1.63, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:15, 30 December 2020
English (LSJ)
ὁ, for Μέσορος, A boundary-stone, Tab.Heracl.1.63, al.
Greek (Liddell-Scott)
μέσσορος: ὁ, ἀντὶ μέσορος, λίθος ὁρίζων τὸ ὅριον μεταξὺ δύο κτημάτων, σύνορον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 63, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
μέσσορος και μέσορος, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος ορίζει το όριο μεταξύ δύο κτημάτων, το σύνορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- (για τα δύο -σσ- βλ. λ. μέσος) + ὅρος (πρβλ. όμ-ορος, σύν-ορος).