πομφολυγώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pomfolygodis | |Transliteration C=pomfolygodis | ||
|Beta Code=pomfolugw/dhs | |Beta Code=pomfolugw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"> | |Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like bubbles]], Archig. ap. Gal.8.509,931.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:10, 30 December 2020
English (LSJ)
ες, A like bubbles, Archig. ap. Gal.8.509,931.
German (Pape)
[Seite 679] ες, blasenartig, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
πομφολυγώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πομφόλυγας, Γαλην.
Greek Monolingual
-ες, ΝΑ πομφόλυξ, -υγος]
όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες;
νεοελλ.
1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα»
ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε αντιδράσεις τών φαρμακευτικών τοξικοδερμιών από λήψη φαρμάκων όπως το ιώδιο, το βρώμιο κ.ά. και οι οποίες είναι στην πλειονότητά τους καλοήθεις
2. μτφ. (για λόγο) κενός από νόημα ή περιεχόμενο, μάταιος
αρχ.
ανυπόστατος, πλασματικός.