ποστημόριον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=postimorion | |Transliteration C=postimorion | ||
|Beta Code=posthmo/rion | |Beta Code=posthmo/rion | ||
|Definition=and ποστήμορον, τό, <span class="sense"> | |Definition=and ποστήμορον, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fraction]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:20, 30 December 2020
English (LSJ)
and ποστήμορον, τό, A fraction, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ποστημόριον: τὸ, τί μέρος ἢ κλάσμα τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μέρος, κλάσμα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποστός + μόριον (πρβλ. < δεκατη-μόριον, τεταρτη-μόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε ανομοίωση προς αποφυγή τών συνεχόμενων βραχειών συλλαβών].