πυρομαντεία: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyromanteia
|Transliteration C=pyromanteia
|Beta Code=puromantei/a
|Beta Code=puromantei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[divination from fire]], PMag.Leid.W.17.4 (dub.), Isid.<span class="title">Etym.</span>8.9.13.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[divination from fire]], PMag.Leid.W.17.4 (dub.), Isid.<span class="title">Etym.</span>8.9.13.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[μαντεία]] που τελείται με τη [[χρήση]] φωτιάς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(λαογρ.)</b> [[είδος]] φυσικής και τεχνητής μαντείας με [[βάση]] διάφορες σχετικές με τη [[φωτιά]] παρατηρήσεις, αλλ. [[εμπυροσκοπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>, [[πυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[μαντεία]].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[μαντεία]] που τελείται με τη [[χρήση]] φωτιάς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(λαογρ.)</b> [[είδος]] φυσικής και τεχνητής μαντείας με [[βάση]] διάφορες σχετικές με τη [[φωτιά]] παρατηρήσεις, αλλ. [[εμπυροσκοπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>, [[πυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[μαντεία]].
}}
}}

Revision as of 22:50, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρομαντεία Medium diacritics: πυρομαντεία Low diacritics: πυρομαντεία Capitals: ΠΥΡΟΜΑΝΤΕΙΑ
Transliteration A: pyromanteía Transliteration B: pyromanteia Transliteration C: pyromanteia Beta Code: puromantei/a

English (LSJ)

ἡ, A divination from fire, PMag.Leid.W.17.4 (dub.), Isid.Etym.8.9.13.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
μαντεία που τελείται με τη χρήση φωτιάς
νεοελλ.
(λαογρ.) είδος φυσικής και τεχνητής μαντείας με βάση διάφορες σχετικές με τη φωτιά παρατηρήσεις, αλλ. εμπυροσκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + μαντεία.