ταβάσιος: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tavasios
|Transliteration C=tavasios
|Beta Code=taba/sios
|Beta Code=taba/sios
|Definition=ὁ, perh. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τοπάζιος]], <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>11.38</span>; <b class="b3">λίθον τὸν καλούμενον ταβάσι&lt;ν&gt;</b> ib.<span class="bibl">4.12</span>; <b class="b3">ὁ λεγόμενος ταβάσις ἐκ τῆς Αἰγύπτου καταφερόμενος</b> ib.<span class="bibl">8.7</span>.</span>
|Definition=ὁ, perh. <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[τοπάζιος]], <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>11.38</span>; <b class="b3">λίθον τὸν καλούμενον ταβάσι&lt;ν&gt;</b> ib.<span class="bibl">4.12</span>; <b class="b3">ὁ λεγόμενος ταβάσις ἐκ τῆς Αἰγύπτου καταφερόμενος</b> ib.<span class="bibl">8.7</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τοπάζι]] («λίθον τὸν καλούμενον ταβάσιν», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ., πιθ. του καθημερινού λεξιλογίου, [[αντί]] της λ. [[τοπάζιον]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τοπάζι]] («λίθον τὸν καλούμενον ταβάσιν», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ., πιθ. του καθημερινού λεξιλογίου, [[αντί]] της λ. [[τοπάζιον]]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταβάσιος Medium diacritics: ταβάσιος Low diacritics: ταβάσιος Capitals: ΤΑΒΑΣΙΟΣ
Transliteration A: tabásios Transliteration B: tabasios Transliteration C: tavasios Beta Code: taba/sios

English (LSJ)

ὁ, perh. A = τοπάζιος, PHolm.11.38; λίθον τὸν καλούμενον ταβάσι<ν> ib.4.12; ὁ λεγόμενος ταβάσις ἐκ τῆς Αἰγύπτου καταφερόμενος ib.8.7.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τοπάζι («λίθον τὸν καλούμενον ταβάσιν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ., πιθ. του καθημερινού λεξιλογίου, αντί της λ. τοπάζιον].