τρεχέδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trechedeipnos
|Transliteration C=trechedeipnos
|Beta Code=trexe/deipnos
|Beta Code=trexe/deipnos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[running to a banquet]], of parasites, Plu.2.726a (who cites the explanation [[coming late]]), <span class="bibl">Ath.1.4a</span>, <span class="bibl">6.242c</span>; <b class="b3">τρεχέδειπνα, τά,</b> [[light robe]] or [[shoes worn by parasites]], Juv.3.67.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[running to a banquet]], of parasites, Plu.2.726a (who cites the explanation [[coming late]]), <span class="bibl">Ath.1.4a</span>, <span class="bibl">6.242c</span>; <b class="b3">τρεχέδειπνα, τά,</b> [[light robe]] or [[shoes worn by parasites]], Juv.3.67.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:15, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεχέδειπνος Medium diacritics: τρεχέδειπνος Low diacritics: τρεχέδειπνος Capitals: ΤΡΕΧΕΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: trechédeipnos Transliteration B: trechedeipnos Transliteration C: trechedeipnos Beta Code: trexe/deipnos

English (LSJ)

ον, A running to a banquet, of parasites, Plu.2.726a (who cites the explanation coming late), Ath.1.4a, 6.242c; τρεχέδειπνα, τά, light robe or shoes worn by parasites, Juv.3.67.

Greek (Liddell-Scott)

τρεχέδειπνος: -ον, ὁ τρέχων εἰς δεῖπνον καὶ ὅταν ἔχῃ ἀσχολίας, ἐπὶ παρασίτων, Ἀθήν. 4A, 242C, Πλούτ. 2. 726A (ὅστις τὸ ἑρμηνεύει: τὸν ὑστερίζοντα τοῦ δείπνου καὶ τρέχοντα νὰ προφθάσῃ)· τρεχέδειπνα, τά, ἐλαφρὰ ἐσθὴς ἢ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν παράσιτοι, π. βλ. Ἰουβεν. 3. 67.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui court les dîners.
Étymologie: τρέχω, δεῖπνον.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για άνθρωπο παράσιτο) αυτός που τρέχει για δείπνο ακόμη κι όταν έχει ασχολία
2. αυτός που τρέχει αργά για δείπνο και επείγεται να προφθάσει
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρεχέδειπνα
ελαφρά εσθήτα ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεχ- του τρέχω με συνδετικό φωνήεν -ε- + δεῖπνος (πρβλ. φερέδειπνος)].

Russian (Dvoretsky)

τρεχέδειπνος: ὁ блюдолиз, прихлебатель Plut.