χνιαρωτέρα: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chniarotera | |Transliteration C=chniarotera | ||
|Beta Code=xniarwte/ra | |Beta Code=xniarwte/ra | ||
|Definition=<b class="b3">χνοω<δες>τέρα</b>, Hsch. χνίει· | |Definition=<b class="b3">χνοω<δες>τέρα</b>, Hsch. χνίει· [[ψακάζει]], [[θρύπτει]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χνοω <span style="color: red;"><</span> δεσ>[[τέρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυσερμήνευτος τ., ο [[οποίος]] ανήκει πιθ. στην [[οικογένεια]] του ρ. [[χναύω]]. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το [[ερμήνευμα]] θα οδηγούσε σε μία [[σύνδεση]] με τον τ. <i>χνοῦς</i> «[[χνούδι]]», του οποίου, όμως, η [[σύνδεση]] με τις λ. [[χναύω]], [[χνόη]] παραμένει αμφίβολη (<b>βλ.</b> και λ. <i>χνοῦς</i>)]. | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χνοω <span style="color: red;"><</span> δεσ>[[τέρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυσερμήνευτος τ., ο [[οποίος]] ανήκει πιθ. στην [[οικογένεια]] του ρ. [[χναύω]]. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το [[ερμήνευμα]] θα οδηγούσε σε μία [[σύνδεση]] με τον τ. <i>χνοῦς</i> «[[χνούδι]]», του οποίου, όμως, η [[σύνδεση]] με τις λ. [[χναύω]], [[χνόη]] παραμένει αμφίβολη (<b>βλ.</b> και λ. <i>χνοῦς</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 1 January 2021
English (LSJ)
χνοω<δες>τέρα, Hsch. χνίει· ψακάζει, θρύπτει, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χνοω < δεσ>τέρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος ανήκει πιθ. στην οικογένεια του ρ. χναύω. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το ερμήνευμα θα οδηγούσε σε μία σύνδεση με τον τ. χνοῦς «χνούδι», του οποίου, όμως, η σύνδεση με τις λ. χναύω, χνόη παραμένει αμφίβολη (βλ. και λ. χνοῦς)].