μύζουρις: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύζουρις]], -ιδος, ἡ (ΑΜ)<br />(κωμική λ.) [[πόρνη]] που πιπιλίζει την «[[ουρά]]», το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυζ</i>- του [[μύζω]] (ΙΙ) «[[πιπιλίζω]], ρουφώ» <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]].
|mltxt=[[μύζουρις]], -ιδος, ἡ (ΑΜ)<br />(κωμική λ.) [[πόρνη]] που πιπιλίζει την «[[ουρά]]», το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυζ</i>- του [[μύζω]] (ΙΙ) «[[πιπιλίζω]], ρουφώ» <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]].
}}
{{ls
|lstext='''μυζουρίς''': -ίδος, ἡ, (οὐρὰ) [[λέξις]] αἰσχρά, = [[πόρνη]], Λατ. [[fellatrix]], Κωμ. Ἀνώμ. 106.
}}
}}

Revision as of 11:12, 9 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύζουρις Medium diacritics: μύζουρις Low diacritics: μύζουρις Capitals: ΜΥΖΟΥΡΙΣ
Transliteration A: mýzouris Transliteration B: myzouris Transliteration C: myzouris Beta Code: mu/zouris

English (LSJ)

ἡ, (οὐρά) = A fellatrix, headmouth, cocksucker, blowjober, blower, sperm hoover Com.Adesp.1352.

Greek Monolingual

μύζουρις, -ιδος, ἡ (ΑΜ)
(κωμική λ.) πόρνη που πιπιλίζει την «ουρά», το πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυζ- του μύζω (ΙΙ) «πιπιλίζω, ρουφώ» + οὐρά.

Greek (Liddell-Scott)

μυζουρίς: -ίδος, ἡ, (οὐρὰ) λέξις αἰσχρά, = πόρνη, Λατ. fellatrix, Κωμ. Ἀνώμ. 106.