λοξοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(23)
mNo edit summary
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοξοβάμων]], -ον (Α)<br />αυτός που περπατά [[λοξά]], όπως ο [[καρκίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υψι</i>-<i>βάμων</i>, <i>χαμαι</i>-<i>βάμων</i>)].
|mltxt=[[λοξοβάμων]], -ον (Α)<br />αυτός που περπατά [[λοξά]], όπως ο [[καρκίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) (<b>[[πρβλ]].</b> [[υψιβάμων]], [[χαμαιβάμων]])].
}}
}}

Revision as of 16:29, 15 January 2021

Greek (Liddell-Scott)

λοξοβάμων: [ᾱ], -ον, πορευόμενος πλαγίως ὡς ὁ καρκίνος, «λοξοβάμοσι (νῦν διωρθώθη λοξοβάμοισι) πλαγίως περιπατοῦσι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λοξοβάμων, -ον (Α)
αυτός που περπατά λοξά, όπως ο καρκίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βάμων (< βαίνω) (πρβλ. υψιβάμων, χαμαιβάμων)].