ἱπποφαές: Difference between revisions
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippofaes | |Transliteration C=ippofaes | ||
|Beta Code=i(ppofae/s | |Beta Code=i(ppofae/s | ||
|Definition=έος, τό, a kind of | |Definition=έος, τό, a kind of [[spurge]], [[Euphorbia spinosa]], used for [[card]]ing [[cloth]], Asclep. ap. Gal. ''Nat. Fac.'' 1.13, Dsc. 4.159 (also [[ἱππόφαος]] ''ibid.'', [[ἱπποφανής]] Ps.-Dsc. ''ibid.''). = [[ἱππόφαιστον]] ([[Centaurea spinosa]]), Ps.-Dsc. 4.160 ; = [[ἱππόφεως]], Gal. 19.106 ; as a drug, Thphr. ''HP'' 9.15.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:16, 28 January 2021
English (LSJ)
έος, τό, a kind of spurge, Euphorbia spinosa, used for carding cloth, Asclep. ap. Gal. Nat. Fac. 1.13, Dsc. 4.159 (also ἱππόφαος ibid., ἱπποφανής Ps.-Dsc. ibid.). = ἱππόφαιστον (Centaurea spinosa), Ps.-Dsc. 4.160 ; = ἱππόφεως, Gal. 19.106 ; as a drug, Thphr. HP 9.15.6.
German (Pape)
[Seite 1261] τό, eine Pflanze, Diosc., auch ἱππόφαιστον, Theophr., u. ἱππόφεως, ω, ὁ, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποφᾰές: έος, τό, εἶδος φυτοῦ, Euphorbia spinosa (Sprengel), δι’ οὗ οἱ ἀρχαῖοι ἔκναπτον τὰ ἱμάτια, Ἀσκληπ. παρὰ Γαλην. 2. σ. 42, Διοσκ. 4. 159 (162) κτλ. - Παρ’ Ἱππ. εὑρίσκομεν γεν. ἱπποφαέως, 539. 18., 546. 5 καὶ 47, κτλ.· ἀλλ’ ἐνίοτε μετὰ διαφ. γραφ. ἱππόφεω, ἐκ τοῦ ἱππόφεως, ὁ, ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 2, καὶ Γαλην. Τὸ φυτὸν ἱππόφαιστον, τό, ἦτο ἴσως ἄλλο εἶδος, Διοσκ. 4. 163, Πλίν. 27. 66, πρβλ. Ruf. σ. 26 Matth. - Ὡσαύτως ἐκαλεῖτο ἱπποφανὲς καὶ ἱπποφυὲς καὶ ἐχίνιον Διοσκ. (Νόθ). 159 (162).
Greek Monolingual
το (Α ἱπποφαές)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων φυτών της οικογένειας ελαιαγνίδες
αρχ.
1. το φυτό ευφόρβιον το ακανθόθαμνον
2. το φυτό ιππόφαιστον
3. είδος φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -φαές, ουδ. του -φαής < φάος, φῶς].