σις: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(37) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=σις | |||
|Medium diacritics=σις | |||
|Low diacritics=σις | |||
|Capitals=ΣΙΣ | |||
|Transliteration A=sis | |||
|Transliteration B=sis | |||
|Transliteration C=sis | |||
|Beta Code=sis | |||
|Definition=Arc. for τις. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Ν<br /> <b>χημ.</b> α) [[πρόθημα]] το οποίο, στη [[στερεοχημεία]], υποδηλώνει την [[περίπτωση]] ενός γεωμετρικού ισομερούς στο οποίο δύο όμοιοι υποκαταστάτες βρίσκονται [[προς]] την [[ίδια]] [[πλευρά]] του μορίου<br /> β) [[πρόθημα]] το οποίο, στην οργανική [[χημεία]], χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια χημική [[αντίδραση]] προσθήκης [[κατά]] την οποία τα δύο τμήματα του μορίου της προστιθέμενης ουσίας φθάνουν στο [[μόριο]] του υποστρώματος από την [[ίδια]] [[πλευρά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>cis</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cis</i> «[[εντός]], [[μέσα]], από την έσω [[πλευρά]]»]. | |mltxt=Ν<br /> <b>χημ.</b> α) [[πρόθημα]] το οποίο, στη [[στερεοχημεία]], υποδηλώνει την [[περίπτωση]] ενός γεωμετρικού ισομερούς στο οποίο δύο όμοιοι υποκαταστάτες βρίσκονται [[προς]] την [[ίδια]] [[πλευρά]] του μορίου<br /> β) [[πρόθημα]] το οποίο, στην οργανική [[χημεία]], χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια χημική [[αντίδραση]] προσθήκης [[κατά]] την οποία τα δύο τμήματα του μορίου της προστιθέμενης ουσίας φθάνουν στο [[μόριο]] του υποστρώματος από την [[ίδια]] [[πλευρά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>cis</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cis</i> «[[εντός]], [[μέσα]], από την έσω [[πλευρά]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 31 January 2021
English (LSJ)
Arc. for τις.
Greek Monolingual
Ν
χημ. α) πρόθημα το οποίο, στη στερεοχημεία, υποδηλώνει την περίπτωση ενός γεωμετρικού ισομερούς στο οποίο δύο όμοιοι υποκαταστάτες βρίσκονται προς την ίδια πλευρά του μορίου
β) πρόθημα το οποίο, στην οργανική χημεία, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια χημική αντίδραση προσθήκης κατά την οποία τα δύο τμήματα του μορίου της προστιθέμενης ουσίας φθάνουν στο μόριο του υποστρώματος από την ίδια πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cis < λατ. cis «εντός, μέσα, από την έσω πλευρά»].