σις
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
Arc. for τις.
Greek Monolingual
Ν
χημ. α) πρόθημα το οποίο, στη στερεοχημεία, υποδηλώνει την περίπτωση ενός γεωμετρικού ισομερούς στο οποίο δύο όμοιοι υποκαταστάτες βρίσκονται προς την ίδια πλευρά του μορίου
β) πρόθημα το οποίο, στην οργανική χημεία, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια χημική αντίδραση προσθήκης κατά την οποία τα δύο τμήματα του μορίου της προστιθέμενης ουσίας φθάνουν στο μόριο του υποστρώματος από την ίδια πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cis < λατ. cis «εντός, μέσα, από την έσω πλευρά»].