Σάμιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Σάμιος
|Medium diacritics=Σάμιος
|Low diacritics=Σάμιος
|Capitals=ΣΑΜΙΟΣ
|Transliteration A=Sámios
|Transliteration B=Samios
|Transliteration C=Samios
|Beta Code=&#42;sa/mios
|Definition=α, ον, from [[Σάμος]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Samos ; ὁ [[Σάμιος]] habitant de Samos, Samien ; ἡ [[Σαμία]] ([[γῆ]]) territoire de Samos.<br />'''Étymologie:''' [[Σάμος]].
|btext=α, ον :<br />de Samos ; ὁ [[Σάμιος]] habitant de Samos, Samien ; ἡ [[Σαμία]] ([[γῆ]]) territoire de Samos.<br />'''Étymologie:''' [[Σάμος]].

Revision as of 10:45, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σάμιος Medium diacritics: Σάμιος Low diacritics: Σάμιος Capitals: ΣΑΜΙΟΣ
Transliteration A: Sámios Transliteration B: Samios Transliteration C: Samios Beta Code: *sa/mios

English (LSJ)

α, ον, from Σάμος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Samos ; ὁ Σάμιος habitant de Samos, Samien ; ἡ Σαμία (γῆ) territoire de Samos.
Étymologie: Σάμος.

Greek Monolingual

-α, -ο / Σάμιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Σάμος
1. ο κάτοικος της Σάμου ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο, σαμιακός
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Σαμία
(ενν. γῆ) η νήσος Σάμος
2. το αρσ. ως ουσ.Σάμιος
προσωνυμία του Ποσειδώνος σε πόλη της Τριφιλίας
3. φρ. «Σάμιος ἀστήρ» — είδος αργίλου με θεραπευτικές ιδιότητες.

Russian (Dvoretsky)

Σάμιος: (ᾰ) самосский Her., Thuc., Xen.
II ὁ уроженец или житель Самоса Her. etc.
III ὁ Самий (спартанский наварх) Xen.