εὐγέωργος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(14)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=εὐγέωργος
|Medium diacritics=εὐγέωργος
|Low diacritics=ευγέωργος
|Capitals=ΕΥΓΕΩΡΓΟΣ
|Transliteration A=eugéōrgos
|Transliteration B=eugeōrgos
|Transliteration C=evgeorgos
|Beta Code=eu)ge/wrgos
|Definition=ον, = [[εὐγεώργητος]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐγέωργος''': -ον, = τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 986C, ἔκδ. Παρισ.
|lstext='''εὐγέωργος''': -ον, = τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 986C, ἔκδ. Παρισ.

Revision as of 10:48, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγέωργος Medium diacritics: εὐγέωργος Low diacritics: ευγέωργος Capitals: ΕΥΓΕΩΡΓΟΣ
Transliteration A: eugéōrgos Transliteration B: eugeōrgos Transliteration C: evgeorgos Beta Code: eu)ge/wrgos

English (LSJ)

ον, = εὐγεώργητος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγέωργος: -ον, = τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 986C, ἔκδ. Παρισ.

Greek Monolingual

εὐγέωργος, -ον (Α)
1. ο ευγεώργητος
2. αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη διδασκαλία («αἱ γὰρ εὐγενεῑς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.).