Τρινακρία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(1b)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Τρινακρία
|Medium diacritics=Τρινακρία
|Low diacritics=Τρινακρία
|Capitals=ΤΡΙΝΑΚΡΙΑ
|Transliteration A=Trinakría
|Transliteration B=Trinakria
|Transliteration C=Trinakria
|Beta Code=*trinakri/a
|Definition=ἡ, an old name of Sicily, older than [[Σικανία]] acc. to Th. 6.2; older than [[Θρινακία]] acc. to Str. 6.2.1; — ''Adj.'' [[Τρινάκριος]], α, ον, Call. ''Fr.'' 18, etc.; fem. [[Τρινακρίς]], -ίδος, Oppian. ''H.'' 3.627. — Also written [[Τρινακίη]], DP. 467, Eust. ad loc.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Τρῑνακρία''': ἡ, [[ὄνομα]] τῆς Σικελίας, [[νεώτερος]] [[τύπος]] τοῦ Θρινακίη (ὃ ἴδε), Θουκ. 6. 2, Στράβ. 265. - Ἐπίθ. Τρῑνάκριος, α, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 18, κλπ.· [[μετὰ]] θηλ. Τρῑνακρίς, ίδος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 627. - Ὡσαύτως φέρεται Τρῑνακίη. Διογ. Π. 434, 467, ἴδε Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 226, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.
|lstext='''Τρῑνακρία''': ἡ, [[ὄνομα]] τῆς Σικελίας, [[νεώτερος]] [[τύπος]] τοῦ Θρινακίη (ὃ ἴδε), Θουκ. 6. 2, Στράβ. 265. - Ἐπίθ. Τρῑνάκριος, α, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 18, κλπ.· [[μετὰ]] θηλ. Τρῑνακρίς, ίδος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 627. - Ὡσαύτως φέρεται Τρῑνακίη. Διογ. Π. 434, 467, ἴδε Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 226, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.

Revision as of 10:58, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τρινακρία Medium diacritics: Τρινακρία Low diacritics: Τρινακρία Capitals: ΤΡΙΝΑΚΡΙΑ
Transliteration A: Trinakría Transliteration B: Trinakria Transliteration C: Trinakria Beta Code: *trinakri/a

English (LSJ)

ἡ, an old name of Sicily, older than Σικανία acc. to Th. 6.2; older than Θρινακία acc. to Str. 6.2.1; — Adj. Τρινάκριος, α, ον, Call. Fr. 18, etc.; fem. Τρινακρίς, -ίδος, Oppian. H. 3.627. — Also written Τρινακίη, DP. 467, Eust. ad loc.

Greek (Liddell-Scott)

Τρῑνακρία: ἡ, ὄνομα τῆς Σικελίας, νεώτερος τύπος τοῦ Θρινακίη (ὃ ἴδε), Θουκ. 6. 2, Στράβ. 265. - Ἐπίθ. Τρῑνάκριος, α, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 18, κλπ.· μετὰ θηλ. Τρῑνακρίς, ίδος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 627. - Ὡσαύτως φέρεται Τρῑνακίη. Διογ. Π. 434, 467, ἴδε Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 226, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la Trinacrie (litt. aux trois sommets) anc. n. de la Sicile, à cause de ses trois promontoires.
Étymologie: τρεῖς, ἄκρα.

Greek Monotonic

Τρῑνακρία: ἡ, όνομα της Σικελίας, νεώτερος τύπος του Θρινακίη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Τρῑνακρία: ἡ Тринакрия, «Трехвершинная» (древнейшее название Сицилии) Thuc., Theocr.

Middle Liddell

Τρῑνακρία, ἡ,
Sicily, a later form of Θρινακίη, Thuc.