Δαυχναφόριος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Δαυχναφόριος | |||
|Medium diacritics=Δαυχναφόριος | |||
|Low diacritics=Δαυχναφόριος | |||
|Capitals=ΔΑΥΧΝΑΦΟΡΙΟΣ | |||
|Transliteration A=Dauchnaphórios | |||
|Transliteration B=Dauchnaphorios | |||
|Transliteration C=Dafchnaforios | |||
|Beta Code=*dauxnafo/rios | |||
|Definition=ὁ, prob. epith. of Apollo in Cyprus, ''Ber. Sächs. Ges.'' 1908.3; cf. [[Δαυχναῖος]], patron. fr. [[Δαύχνας]], IG 9(2).1228.26. (Perh. akin not to [[δάφνη]], but to [[δαῦκος]].) | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Δαυχναφόριος]], ο (Α)<br />πιθ. [[επίθετο]] του Απόλλωνος δαφνηφόρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Κυπριακή λ. <span style="color: red;"><</span> [[δαύχνα]] ([[παράλληλος]] τ. του [[δάφνη]], που απαντά μόνο σε [[σύνθετα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φόριος</i> <span style="color: red;"><</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (πρβλ. [[δαυχνοφόρος]])]. | |mltxt=[[Δαυχναφόριος]], ο (Α)<br />πιθ. [[επίθετο]] του Απόλλωνος δαφνηφόρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Κυπριακή λ. <span style="color: red;"><</span> [[δαύχνα]] ([[παράλληλος]] τ. του [[δάφνη]], που απαντά μόνο σε [[σύνθετα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φόριος</i> <span style="color: red;"><</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (πρβλ. [[δαυχνοφόρος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:58, 31 January 2021
English (LSJ)
ὁ, prob. epith. of Apollo in Cyprus, Ber. Sächs. Ges. 1908.3; cf. Δαυχναῖος, patron. fr. Δαύχνας, IG 9(2).1228.26. (Perh. akin not to δάφνη, but to δαῦκος.)
Greek Monolingual
Δαυχναφόριος, ο (Α)
πιθ. επίθετο του Απόλλωνος δαφνηφόρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κυπριακή λ. < δαύχνα (παράλληλος τ. του δάφνη, που απαντά μόνο σε σύνθετα) + -φόριος < -φόρος < φέρω (πρβλ. δαυχνοφόρος)].