ἄϊρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(2)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἄϊρος
|Medium diacritics=ἄϊρος
|Low diacritics=άιρος
|Capitals=ΑΙΡΟΣ
|Transliteration A=áïros
|Transliteration B=airos
|Transliteration C=airos
|Beta Code=a)/i+ros
|Definition=ὁ, only in phrase [[Ἶρος]] [[ἄιρος]] [[Irus]], [[unhappy]] [[Irus]], ''Od.'' 18.73.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄϊρος''': [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. [[Ἶρος]] [[ἄϊρος]], = [[Ἶρος]] [[δυστυχής]], [[Ἶρος]], λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος [[αὐτοῦ]], ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. [[Δύσπαρις]], [[Κακοΐλιος]].
|lstext='''ἄϊρος''': [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. [[Ἶρος]] [[ἄϊρος]], = [[Ἶρος]] [[δυστυχής]], [[Ἶρος]], λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος [[αὐτοῦ]], ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. [[Δύσπαρις]], [[Κακοΐλιος]].
Line 6: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[miserable Iro]] Ἵρος Ἄϊρος <i>Od</i>.18.73<br /><b class="num">•</b>interpr. por los gram. como [[desgraciado]], [[infortunado]] Ἄϊρος· ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος Apollon.<i>Lex</i>.α 185, cf. Eust.1837.62, [[ἄειρος]]· [[δυστυχής]] Hsch., τὸν λίαν πτωχὸν ... ἄϊρον λέγουσιν Eust.1834.47.<br /><b class="num">2</b> v. [[ἄειρος]].
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[miserable Iro]] Ἵρος Ἄϊρος <i>Od</i>.18.73<br /><b class="num">•</b>interpr. por los gram. como [[desgraciado]], [[infortunado]] Ἄϊρος· ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος Apollon.<i>Lex</i>.α 185, cf. Eust.1837.62, [[ἄειρος]]· [[δυστυχής]] Hsch., τὸν λίαν πτωχὸν ... ἄϊρον λέγουσιν Eust.1834.47.<br /><b class="num">2</b> v. [[ἄειρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄϊρος:''' [ῑ], ὁ, σε Ομήρ. Οδ. Σ. 73 [[Ἶρος]] [[ἄϊρος]], [[Ίρος]] [[δυστυχής]], [[Ίρος]]· — [[λογοπαίγνιο]] στο όνομα του Ίρου, όπως το <i>δῶρα ἄδωρα</i>.
|lsmtext='''ἄϊρος:''' [ῑ], ὁ, σε Ομήρ. Οδ. Σ. 73 [[Ἶρος]] [[ἄϊρος]], [[Ίρος]] [[δυστυχής]], [[Ίρος]]· — [[λογοπαίγνιο]] στο όνομα του Ίρου, όπως το <i>δῶρα ἄδωρα</i>.
}}
}}

Revision as of 11:01, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄϊρος Medium diacritics: ἄϊρος Low diacritics: άιρος Capitals: ΑΙΡΟΣ
Transliteration A: áïros Transliteration B: airos Transliteration C: airos Beta Code: a)/i+ros

English (LSJ)

ὁ, only in phrase Ἶρος ἄιρος Irus, unhappy Irus, Od. 18.73.

Greek (Liddell-Scott)

ἄϊρος: [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. Ἶρος ἄϊρος, = Ἶρος δυστυχής, Ἶρος, λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. Δύσπαρις, Κακοΐλιος.

French (Bailly abrégé)

Ἶρος : infortuné Iros, litt. Iros qui n’est plus Iros.
Étymologie: ἀ, Ἶρος.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 miserable Iro Ἵρος Ἄϊρος Od.18.73
interpr. por los gram. como desgraciado, infortunado Ἄϊρος· ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος Apollon.Lex.α 185, cf. Eust.1837.62, ἄειρος· δυστυχής Hsch., τὸν λίαν πτωχὸν ... ἄϊρον λέγουσιν Eust.1834.47.
2 v. ἄειρος.

Greek Monotonic

ἄϊρος: [ῑ], ὁ, σε Ομήρ. Οδ. Σ. 73 Ἶρος ἄϊρος, Ίρος δυστυχής, Ίρος· — λογοπαίγνιο στο όνομα του Ίρου, όπως το δῶρα ἄδωρα.