φυρτίζεσθαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(45)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=φυρτίζεσθαι
|Medium diacritics=φυρτίζεσθαι
|Low diacritics=φυρτίζεσθαι
|Capitals=ΦΥΡΤΙΖΕΣΘΑΙ
|Transliteration A=phyrtízesthai
|Transliteration B=phyrtizesthai
|Transliteration C=fyrtizesthai
|Beta Code=furti/zesqai
|Definition=τὸ [[παίζειν]] [[συνεστραμμένοις]] [[φυροῖς]] τοῖς [[ἱματίοις]], Hsch.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ παίζειν συνεστραμμένοις φοροῑς τοῑς ἱματίοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[φύρω]] και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του ρηματ. επιθ. [[φυρτός]], το οποίο απαντά μόνο ως β' συνθετικό (<b>πρβλ.</b> <i>αἱμό</i>-<i>φυρτος</i>), [[καθώς]] και στον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>φυρτοῖσιν</i>·... <i>συμπεφυρμένοις</i>].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ παίζειν συνεστραμμένοις φοροῑς τοῑς ἱματίοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[φύρω]] και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του ρηματ. επιθ. [[φυρτός]], το οποίο απαντά μόνο ως β' συνθετικό (<b>πρβλ.</b> <i>αἱμό</i>-<i>φυρτος</i>), [[καθώς]] και στον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>φυρτοῖσιν</i>·... <i>συμπεφυρμένοις</i>].
}}
}}

Revision as of 11:03, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυρτίζεσθαι Medium diacritics: φυρτίζεσθαι Low diacritics: φυρτίζεσθαι Capitals: ΦΥΡΤΙΖΕΣΘΑΙ
Transliteration A: phyrtízesthai Transliteration B: phyrtizesthai Transliteration C: fyrtizesthai Beta Code: furti/zesqai

English (LSJ)

τὸ παίζειν συνεστραμμένοις φυροῖς τοῖς ἱματίοις, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ παίζειν συνεστραμμένοις φοροῑς τοῑς ἱματίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του ρηματ. επιθ. φυρτός, το οποίο απαντά μόνο ως β' συνθετικό (πρβλ. αἱμό-φυρτος), καθώς και στον τ. του Ησύχ. φυρτοῖσιν·... συμπεφυρμένοις].