μεγαλουργία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(24)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μεγαλουργία
|Medium diacritics=μεγαλουργία
|Low diacritics=μεγαλουργία
|Capitals=ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΙΑ
|Transliteration A=megalourgía
|Transliteration B=megalourgia
|Transliteration C=megalourgia
|Beta Code=megalourgi/a
|Definition=''contr.'' for [[μεγαλοεργία]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ἡ, = [[μεγαλοεργία]], Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v. l. [[μεγαλοεργία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ἡ, = [[μεγαλοεργία]], Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v. l. [[μεγαλοεργία]].

Revision as of 11:07, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαλουργία Medium diacritics: μεγαλουργία Low diacritics: μεγαλουργία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: megalourgía Transliteration B: megalourgia Transliteration C: megalourgia Beta Code: megalourgi/a

English (LSJ)

contr. for μεγαλοεργία.

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, = μεγαλοεργία, Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v. l. μεγαλοεργία.

French (Bailly abrégé)

c. μεγαλοεργία.

Greek Monolingual

η (Α μεγαλουργία και μεγαλοεργία μεγαλουργός
1. η πραγματοποίηση μεγάλου έργου
2. σπουδαίο έργο που έχει συντελεστεί, το μεγαλούργημα
αρχ.
επιδεικτικά μεγαλοπρεπής πράξη.