μεγαλουργία: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(24) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μεγαλουργία | |||
|Medium diacritics=μεγαλουργία | |||
|Low diacritics=μεγαλουργία | |||
|Capitals=ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΙΑ | |||
|Transliteration A=megalourgía | |||
|Transliteration B=megalourgia | |||
|Transliteration C=megalourgia | |||
|Beta Code=megalourgi/a | |||
|Definition=''contr.'' for [[μεγαλοεργία]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ἡ, = [[μεγαλοεργία]], Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v. l. [[μεγαλοεργία]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ἡ, = [[μεγαλοεργία]], Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v. l. [[μεγαλοεργία]]. |
Revision as of 11:07, 31 January 2021
English (LSJ)
contr. for μεγαλοεργία.
German (Pape)
[Seite 107] ἡ, = μεγαλοεργία, Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v. l. μεγαλοεργία.
French (Bailly abrégé)
c. μεγαλοεργία.
Greek Monolingual
η (Α μεγαλουργία και μεγαλοεργία μεγαλουργός
1. η πραγματοποίηση μεγάλου έργου
2. σπουδαίο έργο που έχει συντελεστεί, το μεγαλούργημα
αρχ.
επιδεικτικά μεγαλοπρεπής πράξη.