διόσπυρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(9) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=διόσπυρος | |||
|Medium diacritics=διόσπυρος | |||
|Low diacritics=διόσπυρος | |||
|Capitals=ΔΙΟΣΠΥΡΟΣ | |||
|Transliteration A=dióspyros | |||
|Transliteration B=diospyros | |||
|Transliteration C=diospyros | |||
|Beta Code=dio/spuros | |||
|Definition=ὁ, = [[λιθόσπερμον]], Dsc. 3.141. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διόσπυρος''': ὁ, ἢ -ον, τό, [[ὀπώρα]] ὁμοία κερασίῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 3. | |lstext='''διόσπυρος''': ὁ, ἢ -ον, τό, [[ὀπώρα]] ὁμοία κερασίῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 3. |
Revision as of 11:08, 31 January 2021
English (LSJ)
ὁ, = λιθόσπερμον, Dsc. 3.141.
Greek (Liddell-Scott)
διόσπυρος: ὁ, ἢ -ον, τό, ὀπώρα ὁμοία κερασίῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 3.
Greek Monolingual
ο
γένος φυτών της οικογένειας εβενίδες
τα γνωστότερα είδη που φύονται ή καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι ο Diospyros lotus και ο Diospyros kaki, o λωτός.