νεκριμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=νεκριμαῑος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νεκρικός]], [[θνησιμαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νεκριμαῑον</i><br />το θνησιμαίο, το [[πτώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεκρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιμος</i> και -<i>αῖος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κοινων</i>-[[ιμαίος]], <i>υποβολ</i>-[[ιμαίος]]).
|mltxt=νεκριμαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νεκρικός]], [[θνησιμαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νεκριμαῖον</i><br />το θνησιμαίο, το [[πτώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεκρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιμος</i> και -<i>αῖος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κοινων</i>-[[ιμαίος]], <i>υποβολ</i>-[[ιμαίος]]).
}}
}}

Revision as of 08:40, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρῐμαῖος Medium diacritics: νεκριμαῖος Low diacritics: νεκριμαίος Capitals: ΝΕΚΡΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: nekrimaîos Transliteration B: nekrimaios Transliteration C: nekrimaios Beta Code: nekrimai=os

English (LSJ)

α, ον, A = θνησιμαῖος, of animals, Aq.De.14.8, Sch.Ar.Av.538, OGI629.158 (Palmyra, ii A.D.), Erot. and Hsch. s.v. κενέβρεια; also of a human being, τὸ ν. LXX 3 Ki.13.25.

German (Pape)

[Seite 237] von todten Thieren, verreckt, Sp., wie Ael. H. A. 6, 2, vgl. Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρῐμαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ θνησιμαῖος, ἐπὶ ζῴων, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΔ΄, 8), Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Ὄρν. 538, Ἡσύχ. ἐν λ. κενέβρεια.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bête morte.
Étymologie: νεκρός.

Greek Monolingual

νεκριμαῖος, -αία, -ον (Α)
1. νεκρικός, θνησιμαίος
2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῖον
το θνησιμαίο, το πτώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. -ιμαῖος (< -ιμος και -αῖος), πρβλ. κοινων-ιμαίος, υποβολ-ιμαίος).