κοινοπραγώ: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(21)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, -έω)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμπράττω]] («τους τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῑν τοῑς Αίτωλοῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμμετέχω]] σε [[κάτι]] («κοινοπραγεῑν αδικημάτων», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>πραγής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>- του [[πράσσω]], <b>[[πρβλ]].</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>πράγ</i>-<i>ην</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βιαιο</i>-<i>πραγώ</i>, <i>καλο</i>-<i>πραγώ</i>].
|mltxt=και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, -έω)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμπράττω]] («τους τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῑν τοῖς Αίτωλοῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμμετέχω]] σε [[κάτι]] («κοινοπραγεῑν αδικημάτων», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>πραγής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>- του [[πράσσω]], <b>[[πρβλ]].</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>πράγ</i>-<i>ην</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βιαιο</i>-<i>πραγώ</i>, <i>καλο</i>-<i>πραγώ</i>].
}}
}}

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Greek Monolingual

και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, -έω)
κάνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο, συμπράττω («τους τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῑν τοῖς Αίτωλοῑς», Πολ.)
αρχ.
συμμετέχω σε κάτι («κοινοπραγεῑν αδικημάτων», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πραγῶ (< -πραγής < θ. πραγ- του πράσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β' -πράγ-ην), πρβλ. βιαιο-πραγώ, καλο-πραγώ].