ονειδίζω: Difference between revisions
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(29) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ὀνειδίζω]]) [[όνειδος]]<br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] προσβλητική [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]], [[ψέγω]]<br /><b>2.</b> [[επιτιμώ]], [[επιπλήττω]], («ὀνειδίζετε | |mltxt=(ΑΜ [[ὀνειδίζω]]) [[όνειδος]]<br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] προσβλητική [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]], [[ψέγω]]<br /><b>2.</b> [[επιτιμώ]], [[επιπλήττω]], («ὀνειδίζετε τοῖς ἀδικοῡσιν», Λυσ.)<br /><b>3.</b> [[περιπαίζω]], [[χλευάζω]]<br /><b>4.</b> [[καταντροπιάζω]], [[ρεζιλεύω]]. | ||
}} | }} |