υπόγυιος: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(43) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ὑπόγυος]], -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πρόχειρος]], αυτός που [[είναι]] εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων [[ὑπόγυιος]] ἡ [[ἀφαίρεσις]] τῶν καρπῶν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπόγυιον</i><br />πρόσφατα, [[πριν]] από λίγο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ὑπογυίου» — εκ τών ενόντων, [[πρόχειρα]], [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[προετοιμασία]] (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επερχόμενος, επικείμενος («ὑπογυίου μοι τῆς τοῡ βίου τελευτῆς οὔσης», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]] να κάνει [[κάτι]] («[[ὑπόγυιος]] τῇ ὀργῇ» — [[έτοιμος]] να ξεσπάσει, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο εντελώς [[πρόσφατος]] («ὁ [[πόλεμος]] ὁ ὑπογυιότατος», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> (για λόγο) αυτός που ειπώθηκε προ ολίγου («ἐν | |mltxt=και [[ὑπόγυος]], -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πρόχειρος]], αυτός που [[είναι]] εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων [[ὑπόγυιος]] ἡ [[ἀφαίρεσις]] τῶν καρπῶν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπόγυιον</i><br />πρόσφατα, [[πριν]] από λίγο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ὑπογυίου» — εκ τών ενόντων, [[πρόχειρα]], [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[προετοιμασία]] (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επερχόμενος, επικείμενος («ὑπογυίου μοι τῆς τοῡ βίου τελευτῆς οὔσης», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]] να κάνει [[κάτι]] («[[ὑπόγυιος]] τῇ ὀργῇ» — [[έτοιμος]] να ξεσπάσει, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο εντελώς [[πρόσφατος]] («ὁ [[πόλεμος]] ὁ ὑπογυιότατος», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> (για λόγο) αυτός που ειπώθηκε προ ολίγου («ἐν τοῖς ὑπογυίοις λόγοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] («ὅσα θάνατον ἐπιφέρει ὑπόγυια [[ὄντα]]», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπογυίως</i> ΜΑ<br />πρόσφατα, προ ολίγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοντά]], [[πλησίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γύη</i> «[[κυρτότητα]]», <b>βλ. λ.</b> [[γύης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 25 March 2021
Greek Monolingual
και ὑπόγυος, -ον, ΜΑ
1. πρόχειρος, αυτός που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων ὑπόγυιος ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν», Θεόφρ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπόγυιον
πρόσφατα, πριν από λίγο
3. φρ. «ἐξ ὑπογυίου» — εκ τών ενόντων, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία (Ξεν.)
αρχ.
1. επερχόμενος, επικείμενος («ὑπογυίου μοι τῆς τοῡ βίου τελευτῆς οὔσης», Ισοκρ.)
2. ετοιμοθάνατος
3. έτοιμος να κάνει κάτι («ὑπόγυιος τῇ ὀργῇ» — έτοιμος να ξεσπάσει, Αριστοτ.)
4. ο εντελώς πρόσφατος («ὁ πόλεμος ὁ ὑπογυιότατος», Ισοκρ.)
5. (για λόγο) αυτός που ειπώθηκε προ ολίγου («ἐν τοῖς ὑπογυίοις λόγοις», Αριστοτ.)
6. αιφνίδιος, ξαφνικός («ὅσα θάνατον ἐπιφέρει ὑπόγυια ὄντα», Αριστοτ.).
επίρρ...
ὑπογυίως ΜΑ
πρόσφατα, προ ολίγου
αρχ.
κοντά, πλησίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -γυιος (< γύη «κυρτότητα», βλ. λ. γύης)].