τήρηση: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(41) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η /[[τήρησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [<i>τηρῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> το να τηρεί [[κανείς]] [[κάτι]], η [[διαφύλαξη]] με σεβασμό και η μη [[παράβαση]] ενός πράγματος, μιας αρχής, μιας παράδοσης (α. «η [[τήρηση]] τών νόμων» β. «ἡ [[ἀκροβυστία]] [[οὐδέν]] ἐστιν, ἀλλὰ [[τήρησις]] ἐντολῶν θεοῡ», ΚΔ<br />γ. «φυλακὴ... τῶν ἐντολῶν [[τήρησις]] οὖσα αὐτῶν [[ἀβλαβής]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[περιφρούρηση]], [[διαφύλαξη]] (α. «η [[τήρηση]] της τάξεως και της πειθαρχείας» β. «ἡ [[σωτηρία]] [[τήρησις]] οὖσα | |mltxt=η /[[τήρησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [<i>τηρῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> το να τηρεί [[κανείς]] [[κάτι]], η [[διαφύλαξη]] με σεβασμό και η μη [[παράβαση]] ενός πράγματος, μιας αρχής, μιας παράδοσης (α. «η [[τήρηση]] τών νόμων» β. «ἡ [[ἀκροβυστία]] [[οὐδέν]] ἐστιν, ἀλλὰ [[τήρησις]] ἐντολῶν θεοῡ», ΚΔ<br />γ. «φυλακὴ... τῶν ἐντολῶν [[τήρησις]] οὖσα αὐτῶν [[ἀβλαβής]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[περιφρούρηση]], [[διαφύλαξη]] (α. «η [[τήρηση]] της τάξεως και της πειθαρχείας» β. «ἡ [[σωτηρία]] [[τήρησις]] οὖσα τοῦ εὖ εἴχοντος», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(φιλοσ.-θεολ.) [[παρατήρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτήρηση]], [[φρούρηση]] («[[ἀφύλακτος]] ἡ [[τήρησις]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατήρηση]], διασφάλιση, [[εξασφάλιση]] (α. «τιμὴ [[τήρησις]] ἀξιώματος», <b>Πλάτ.</b><br />β. «πλούτου [[τήρηση]]», Φιλάδ.)<br /><b>3.</b> [[επαγρύπνηση]] («εἰ γὰρ ἀφαιρήσομέν τι καὶ βραχὺ τῆς τηρήσεως», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κρατητήριο]], [[φυλακή]] («καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει [[δημοσίᾳ]]», ΚΔ). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 25 March 2021
Greek Monolingual
η /τήρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [τηρῶ (Ι)]
1. το να τηρεί κανείς κάτι, η διαφύλαξη με σεβασμό και η μη παράβαση ενός πράγματος, μιας αρχής, μιας παράδοσης (α. «η τήρηση τών νόμων» β. «ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν θεοῡ», ΚΔ
γ. «φυλακὴ... τῶν ἐντολῶν τήρησις οὖσα αὐτῶν ἀβλαβής», Κλήμ. Αλ.)
2. περιφρούρηση, διαφύλαξη (α. «η τήρηση της τάξεως και της πειθαρχείας» β. «ἡ σωτηρία τήρησις οὖσα τοῦ εὖ εἴχοντος», Κλήμ. Αλ.)
μσν.-αρχ.
(φιλοσ.-θεολ.) παρατήρηση
αρχ.
1. επιτήρηση, φρούρηση («ἀφύλακτος ἡ τήρησις», Ευρ.)
2. διατήρηση, διασφάλιση, εξασφάλιση (α. «τιμὴ τήρησις ἀξιώματος», Πλάτ.
β. «πλούτου τήρηση», Φιλάδ.)
3. επαγρύπνηση («εἰ γὰρ ἀφαιρήσομέν τι καὶ βραχὺ τῆς τηρήσεως», Θουκ.)
4. κρατητήριο, φυλακή («καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ», ΚΔ).