ἐπίνικος: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίνικος]], -ον (AM) [[νίκη]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπίνικος]]<br />ύμνος για τη [[νίκη]] («οἱ ἐπίνικοι | |mltxt=[[ἐπίνικος]], -ον (AM) [[νίκη]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπίνικος]]<br />ύμνος για τη [[νίκη]] («οἱ ἐπίνικοι τοῦ Πινδάρου»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επινίκιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίνῑκος:''' Pind. = [[ἐπινίκιος]]. | |elrutext='''ἐπίνῑκος:''' Pind. = [[ἐπινίκιος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 25 March 2021
English (LSJ)
ον, = ἐπινίκιος (epinician, epinicion, epinikion, of victory, to celebrate victory, of a triumph, triumphal), ἄωτος Pi. O. 8.75, cf. Stratt. 40 (dub.l.) ; Subst. ἐπίνικος (sc. ὕμνος), ὁ, Aristid. Or. 28 (49).34, 61 (pl.).
German (Pape)
[Seite 965] dasselbe, Pind. Ol. 8, 75, χειρῶν ἄωτον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίνῑκος: -ον, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 8, 99, Στράττις ἐν «Πυτίσῳ» 1· ἐπίνικος (ἐξυπ. ὕμνος), ὁ, Ἀριστείδ. 2. σ. 373, πρβλ. Böckh Σχόλ. εἰς Πίνδ. σ. 460.
English (Slater)
ἐπῐνῑκος, ἐπῐνῑκῐος, -ον
1 of victory ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον (O. 8.75) ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς (N. 4.78)
Greek Monolingual
ἐπίνικος, -ον (AM) νίκη
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίνικος
ύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῦ Πινδάρου»)
αρχ.
ο επινίκιος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίνῑκος: Pind. = ἐπινίκιος.