ὑπεκπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]], [[χάνω]] («[[ὑπεκπίπτω]] | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]], [[χάνω]] («[[ὑπεκπίπτω]] τοῦ καιροῡ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> (για όργανο του σώματος) [[παθαίνω]] [[πρόπτωση]], μετατοπίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπίπτω]] «[[χάνω]], [[πέφτω]] έξω, [[παρεκκλίνω]], [[αποτυγχάνω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 25 March 2021
English (LSJ)
A miss, τοῦ καιροῦ J.AJ 16.11.5 (dub. l.). 2 prolapse, cj. in Sor.1.12.
Greek Monolingual
Α
1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνω («ὑπεκπίπτω τοῦ καιροῡ», Ιώσ.)
2. (για όργανο του σώματος) παθαίνω πρόπτωση, μετατοπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπίπτω «χάνω, πέφτω έξω, παρεκκλίνω, αποτυγχάνω»].