Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιπορπούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(13)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπιπορποῡμαι, -άομαι (Α) [[πόρπη]]<br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] [[φόρεμα]] με [[πόρπη]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως [[φόρεμα]].
|mltxt=ἐπιπορποῦμαι, -άομαι (Α) [[πόρπη]]<br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] [[φόρεμα]] με [[πόρπη]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως [[φόρεμα]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιπορποῦμαι, -άομαι (Α) πόρπη
1. στερεώνω φόρεμα με πόρπη
2. συνεκδ. χρησιμοποιώ κάτι ως φόρεμα.