μολυβδώνω: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μολυβδώ]], -όω) [[μόλυβδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επικαλύπτω]], [[επενδύω]] [[κάτι]] εσωτερικά ή εξωτερικά με μόλυβδο, [[βαραίνω]] [[κάτι]] με την [[προσθήκη]] μολύβδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i> | |mltxt=(ΑΜ [[μολυβδώ]], -όω) [[μόλυβδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επικαλύπτω]], [[επενδύω]] [[κάτι]] εσωτερικά ή εξωτερικά με μόλυβδο, [[βαραίνω]] [[κάτι]] με την [[προσθήκη]] μολύβδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>μολυβδοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[λειώνω]] σαν [[μόλυβδος]]<br />β) (για το [[παιγνίδι]] τών αστραγάλων) [[είμαι]] [[γεμάτος]] με μόλυβδο<br />γ) (για [[δίχτυ]]) έχω τεμάχια μολύβδου κρεμασμένα για ευχερέστερη [[καταβύθιση]] στο [[νερό]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:35, 26 March 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ μολυβδώ, -όω) μόλυβδος
νεοελλ.
επικαλύπτω, επενδύω κάτι εσωτερικά ή εξωτερικά με μόλυβδο, βαραίνω κάτι με την προσθήκη μολύβδου
αρχ.
παθ. μολυβδοῦμαι, -όομαι
α) λειώνω σαν μόλυβδος
β) (για το παιγνίδι τών αστραγάλων) είμαι γεμάτος με μόλυβδο
γ) (για δίχτυ) έχω τεμάχια μολύβδου κρεμασμένα για ευχερέστερη καταβύθιση στο νερό.