υφηγητής: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(44)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑφηγητής]], ΝΑ, θηλ. [[υφηγήτρια]] Ν [[ὑφηγοῡμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα)<br /><b>1.</b> [[μέλος]] του διδακτικού προσωπικού πανεπιστημίων ή ισότιμων ανώτατων σχολών που δίδασκε υπό την [[επίβλεψη]] του τακτικού καθηγητή της έδρας·2. [[μέλος]] του διδακτικού προσωπικού ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με το [[παραπάνω]] [[λειτούργημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, [[οδηγός]]<br /><b>2.</b> αυτός που καθοδηγεί, συμβουλεύει<br /><b>3.</b> [[διδάσκαλος]].
|mltxt=ο / [[ὑφηγητής]], ΝΑ, θηλ. [[υφηγήτρια]] Ν [[ὑφηγοῦμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα)<br /><b>1.</b> [[μέλος]] του διδακτικού προσωπικού πανεπιστημίων ή ισότιμων ανώτατων σχολών που δίδασκε υπό την [[επίβλεψη]] του τακτικού καθηγητή της έδρας·2. [[μέλος]] του διδακτικού προσωπικού ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με το [[παραπάνω]] [[λειτούργημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, [[οδηγός]]<br /><b>2.</b> αυτός που καθοδηγεί, συμβουλεύει<br /><b>3.</b> [[διδάσκαλος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 26 March 2021

Greek Monolingual

ο / ὑφηγητής, ΝΑ, θηλ. υφηγήτρια Ν ὑφηγοῦμαι
νεοελλ.
(παλαιότερα)
1. μέλος του διδακτικού προσωπικού πανεπιστημίων ή ισότιμων ανώτατων σχολών που δίδασκε υπό την επίβλεψη του τακτικού καθηγητή της έδρας·2. μέλος του διδακτικού προσωπικού ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με το παραπάνω λειτούργημα
αρχ.
1. αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, οδηγός
2. αυτός που καθοδηγεί, συμβουλεύει
3. διδάσκαλος.