κατουλώ: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
(20)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κατουλῶ, -όω (Α)<br />[[συντελώ]] ώστε να κλείσει η [[πληγή]] και να σχηματιστεί [[ουλή]], να μείνει μόνο το [[σημάδι]] της, [[επουλώνω]] («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῑν κατουλώσαι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὐλῶ</i> «[[χαράσσω]], [[προξενώ]] ουλές»].
|mltxt=κατουλῶ, -όω (Α)<br />[[συντελώ]] ώστε να κλείσει η [[πληγή]] και να σχηματιστεί [[ουλή]], να μείνει μόνο το [[σημάδι]] της, [[επουλώνω]] («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῖν κατουλώσαι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὐλῶ</i> «[[χαράσσω]], [[προξενώ]] ουλές»].
}}
}}